- τετραφαλαγγία
- ἡ, Αστρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.